Ρήματα στα Αρχαία: Οριστική, Απαρέμφατο, Μετοχή Α’ συζυγίας

Τα ρήματα στα Αρχαία χωρίζονται σε συζυγίες. Εμείς θα ασχοληθούμε με την α’ συζυγία, δηλαδή με τα αφωνόληκτα ρήματα σε -ω. Τα ρήματα γενικά έχουν διάφορες εγκλίσεις: Οριστική, Υποτακτική, Προστακτική, Ευκτική, Απαρέμφατο, Μετοχή. Σήμερα θα αναλύσουμε την Οριστική (την έγκλιση των γεγονότων), το Απαρέμφατο (τον αρχικό τύπο του ρήματος) και τη Μετοχή.

Ενεστώτας

Ο Ενεστώτας είναι ο χρόνος που φανερώνει το παρόν, δηλαδή το τι συμβαίνει τώρα, άμεσα. Είναι πιθανώς ο πιο εύκολος χρόνο. Ας πούμε ότι θέλουμε να κλίνουμε τα ρήματα ἄρχω (ᾰ) και λύω (ῡ).

ἄρχω λύω
ἄρχεις λύεις
ἄρχει λύει
ἄρχομεν λύομεν
ἄρχετε λύετε
ἄρχουσι λύουσι

Όπως παρατηρούμε, οι καταλήξεις είναι ίδιες με τα Νέα Ελληνικά, εκτός από το α’ και γ’ πληθυντικό πρόσωπο (που είναι με μπλε).
Για να σχηματίσουμε το Απαρέμφατο, προσθέτουμε πολύ απλά την κατάληξη ειν: ἄρχειν, λύειν
Για τις μετοχές, προσθέτουμε καταλήξεις: -ων για το αρσενικό, -ουσα για το θηλυκό και -ον για το ουδέτερο γένος:
ὁ ἄρχων / λύων
ἡ ἄρχουσα / λύουσα
τό ἄρχον / λῦον

Προσοχή! Πρέπει να προσέχουμε τον τονισμό στις μετοχές! Το αρσενικό και το θηλυκό παίρνουν οξεία, αλλά ο τονισμός του ουδετέρου εξαρτάται από την ποιότητα του φωνήεντος της παραλήγουσας! Στο παράδειγμα, το α είναι βραχύ, οπότε παίρνει οξεία, ενώ το υ είναι μακρό. Όπως ξέρουμε, Μακρό + Βραχύ = Περισπωμένη.

Παρατατικός

Στον Παρατατικό βλέπουμε για πρώτη φορά ένα φαινόμενο που θα ξαναδούμε και σε άλλους χρόνους: την αύξηση.
Όταν το ρήμα ξεκινά με σύμφωνο, προσθέτουμε ένα ἐ πριν από το σύμφωνο. Για παράδειγμα, το λύω γίνεται -λυ-ον. Όταν το ρήμα ξεκινά με ρ, το ρ διπλασιάζεται μετά την αύξηση: ῥίπτω → ἔρριπτον.
Όταν, από την άλλη, ξεκινά με φωνήεν, η διαδικασία είναι πιο περίπλοκη. Το φωνήεν μεταβάλλεται. Ορίστε η λίστα των μεταβολών των φωνηέντων:
α → η (ἀθροίζω → ἤθροιζον)
αι → ῃ (αἴθω → ᾖθον)

αυ → ηυ (αὐξάνω → ηὔξανον)
ε → η / ει (συνήθως η με λίγες εξαιρέσεις) (ἐλέγχω → ἤλεγχον, ἔχω → εἶχον)
ει → ῃ (εἰκάζω → ᾔκαζον)
ευ → ηυ (εὐπορῶ → ηὐπόρουν)
ο → ω (ὀρύττω → ὤρυττον)
οι → ῳ (οἰκίζω → ᾦκιζον)

Το ι και το υ μένουν αμετάβλητα.
Επομένως, το ἄρχω γίνεται ἦρχον. Ας κλίνουμε τα δύο ρήματα στον Παρατατικό:

ἦρχον ἔλυον
ἦρχες ἔλυες
ἦρχε ἔλυε
ἤρχομεν ἐλύομεν
ἤρχετε ἐλύετε
ἦρχον ἔλυον

Παρατηρούμε ότι το α’ ενικό και το γ’ πληθυντικό πρόσωπο είναι όμοια. Στη συνέχεια, διαπιστώνουμε ότι το α’ και β’ πληθυντικό έχουν ίδιες καταλήξεις με τον Ενεστώτα.
Ο Παρατατικός δεν έχει απαρέμφατο ή μετοχή.

Μέλλοντας

Ο Μέλλοντας είναι παρόμοιος με τον Ενεστώτα. Η μόνη διαφορά του είναι ότι αλλάζουμε τον χαρακτήρα.
Για να τον σχηματίσουμε, παίρνουμε το θέμα του Ενεστώτα, δηλαδή το ρήμα χωρίς την κατάληξη: λύω → λυ
Ελέγχουμε τον χαρακτήρα (το τελευταίο γράμμα) του θέματος: υ
Στη συνέχεια, αντικαθιστούμε τον χαρακτήρα με σ, ξ ή ψ. Αν ο χαρακτήρας είναι:
τ, δ, θ, ζ → σ
κ, γ, χ, ττ/σσ → ξ

π, β, φ, πτ → ψ

Αν είναι φωνήεν, προσθέτουμε ένα σ. Άρα:
καλύπτω → καλύψω
λύω → λύσω
ἄρχω → ἄρξω

Ας κλίνουμε αυτά τα τρία ρήματα στον Μέλλοντα.

λύσω ἄρξω καλύψω
λύσεις ἄρξεις καλύψεις
λύσει ἄρξει καλύψει
λύσομεν ἄρξομεν καλύψομεν
λύσετε ἄρξετε καλύψετε
λύσουσι ἄρξουσι καλύψουσι

Παρατηρούμε ότι οι καταλήξεις είναι ίδιες με τον Ενεστώτα, κάτι που ισχύει και στο Απαρέμφατο, και στη Μετοχή.
Απαρέμφατο: λύσειν, ἄρξειν, καλύψειν
Μετοχές:

ὁ λύσων / ἄρξων / καλύψων
ἡ λύσουσα / ἄρξουσα / καλύψουσα
τό λῦσον / ἄρξον / καλύψον

Αόριστος

Ο Αόριστος διατηρεί το ίδιο θέμα με τον Μέλλοντα. Με άλλα λόγια, όλη η διαδικασία με τους χαρακτήρες από πάνω συμβαίνει και στον Αόριστο. Επιπλέον, στον Αόριστο παρατηρείται και το φαινόμενο της αύξησης. Δηλαδή, μπορούμε να πούμε ότι είναι ένας συνδυασμός Μέλλοντα και Παρατατικού. Οι καταλήξεις είναι διαφορετικές.
Για να σχηματίσουμε τον Αόριστο του λύω, βρίσκουμε το θέμα του Μέλλοντα (λυσ), προσθέτουμε αύξηση (ε-λυσ) και καταλήξεις. Ας δούμε πώς κλίνονται τα δύο παραδείγματά μας στον Αόριστο.

ἦρξα ἔλυσα
ἦρξας ἔλυσας
ἦρξε ἔλυσε
ἤρξαμεν ἐλύσαμεν
ἤρξατε ἐλύσατε
ἦρξαν ἔλυσαν

Οι καταλήξεις είναι ίδιες με τα Νέα Ελληνικά, εκτός από το β’ ενικό και α’ πληθυντικό πρόσωπο.
Επιπλέον, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι όλα τα δίχρονα στις καταλήξεις είναι βραχέα, προκειμένου να τονίζουμε σωστά.

Για να σχηματίσουμε το απαρέμφατο του Αορίστου, παίρνουμε το θέμα του, χωρίς την αύξηση, και προσθέτουμε την κατάληξη -αι. Επί παραδείγματι, παίρνουμε το λύω → έλυσα, αφαιρούμε την αύξηση και μένουμε με το λυσ.
Απαρέμφατα: ἄρξαι, λῦσαι
Μετοχές:
ὁ ἄρξας / λύσας (α μακρό)
ἡ ἄρξασα / λύσασα
τό ἄρξαν / λῦσαν (α βραχύ)

Παρακείμενος

Στον Παρακείμενο, τα πράγματα δυσκολεύουν αισθητά. Ας ξεκινήσουμε με τον χαρακτήρα:
τ, δ, θ, ζ → κ
κ, γ, χ, ττ/σσ → χ

π, β, φ, πτ → φ

Άρα:
καλύπτω → κεκάλυφα
λύω → λέλυκα
ἄρχω → ἦρχα
Παρατηρούμε ότι στα παραπάνω παραδείγματα, στην αρχή του ρήματος έχουμε προσθέσει ή μεταβάλλει πράγματα. Αυτό λέγεται αναδιπλασιασμός.
Ο αναδιπλασιασμός είναι μοναδικός στον Παρακείμενο και στον Υπερσυντέλικο και είναι αρκετά περίπλοκος. Πρώτον, στα ρήματα που ξεκινούν από φωνήεν βάζουμε αύξηση, όπως είδαμε παραπάνω: ἄρχω→ἦρχα
Αν ξεκινά από σύμφωνο, ο γενικός κανόνας είναι ότι βάζουμε το σύμφωνο πριν από το ρήμα μαζί με ένα ε. Για παράδειγμα, στο λύω παίρνουμε το λ, του βάζουμε ένα ε και προσθέτουμε το αποτέλεσμα στο ρήμα: λέλυκα

Υπάρχουν μερικές εξαιρέσεις. Για παράδειγμα, ότι το ρήμα ξεκινά με ρ, αντί για αναδιπλασιασμό παίρνει αύξηση: ῥίπτω → ἔρριφα

Τέλος, προκύπτει το ερώτημα: τι συμβαίνει αν το ρήμα ξεκινά με δύο ή τρία σύμφωνα; (πταίω, στρατεύω, γράφω…)
Η απάντηση είναι:
Αν αρχίζει με τρία σύμφωνα, βάζουμε το ε της αύξησης. στρατεύω → ἐστράτευκα
Αν αρχίζει με δύο, εξετάζουμε αν το πρώτο είναι άφωνο, δηλαδή: κ, γ, χ, π, β, φ, τ, δ, θ. Αν δεν είναι, βάζουμε το ε της αύξησης: μνημονεύω → ἐμνημόνευκα
Αν είναι, συνεχίζουμε εξετάζοντας αν το δεύτερο είναι ημίφωνο, δηλαδή: μ, ν, λ, ρ. Αν δεν είναι, βάζουμε το ε της αύξησης: πταίω → ἔπταικα
Αν είναι, κάνουμε αναδιπλασιασμό με το πρώτο γράμμα: γράφω → γέγραφα

λέλυκα κεκάλυφα ρχα
λέλυκας κεκάλυφας ρχας
λέλυκε κεκάλυφε ρχε
λελύκαμεν κεκαλύφαμεν ρχαμεν
λελύκατε κεκαλύφατε ρχατε
λελύκασι κεκαλύφασι ρχασι

 

Για να σχηματίσουμε το Απαρέμφατο, παίρνουμε το θέμα του Παρακειμένου με τον αναδιπλασιασμό και προσθέτουμε την κατάληξη -έναι.
Απαρέμφατα:
ἠρχέναι / λελυκέναι
Μετοχές:
ὁ ἠρχώς / λελυκώς
ἡ ἠρχυῖα / λελυκυῖα
τό ἠρχός / λελυκός

Υπερσυντέλικος

Ο Υπερσυντέλικος είναι ίδιος με τον Παρακείμενο, απλώς έχει και αύξηση, ενώ του λείπουν Απαρέμφατα και Μετοχές. Αν ο Παρακείμενος είχε ήδη αύξηση, ο Υπερσυντέλικος μένει αμετάβλητος ως προς την αρχή του ρήματος.

ἐλελύκειν ἤρχειν
ἐλελύκεις ἤρχεις
ἐλελύκει ἤρχει
ἐλελύκεμεν ἤρχεμεν
ἐλελύκετε ἤρχετε
ἐλελύκεσαν ἤρχεσαν

 

Τονισμός στα Αρχαία: Οξεία ή περισπωμένη;

Ο τονισμός στα Αρχαία είναι ένας μεγάλος τομέας της γλώσσας, και είναι το πρώτο πράγμα που διδάσκεται. Πολλοί μαθητές έχουν μεγάλη δυσκολία να τονίσουν σωστά, και καταλήγουν να βάζουν τυχαίες οξείες ή περισπωμένες σε μέρη όπου δε βγάζουν νόημα. Ας δούμε τον σωστό τονισμό στα Αρχαία.

Τι χρειάζεται να ξέρουμε

Πριν τον τονισμό, θα χρειαστεί να θυμηθούμε κάποια πράγματα που μάθαμε στο μάθημα της Γλώσσας, στην αρχή του Δημοτικού.
Οι συλλαβές μιας λέξης έχουν ορισμένα ονόματα, ανάλογα με τη θέση τους στη λέξη.
Η λήγουσα μιας λέξης είναι η τελευταία συλλαβή.
Η παραλήγουσα μιας λέξης είναι η συλλαβή πριν από τη λήγουσα.
Η προπαραλήγουσα μιας λέξης είναι η συλλαβή πριν από τη λήγουσα.

Επί παραδείγματι, ας πάρουμε τη νεοελληνική λέξη «μακαρόνι». Η λέξη διασπάται σε τέσσερις συλλαβές: μα – κα – ρό – νι.
Σύμφωνα με τους παραπάνω κανόνες, το «νι» είναι η λήγουσα, το «ρό» είναι η παραλήγουσα και το «κα» είναι η προπαραλήγουσα, ενώ το «μα» δεν έχει κάποιο ξεχωριστό όνομα.

Εκτός αυτό, πρέπει να μελετήσουμε εξονυχιστικά τον παρακάτω πίνακα, που διαιρεί τα φωνήεντα σε τρεις μεγάλες κατηγορίες.

ΜΑΚΡΟ  

ΒΡΑΧΥ

ΔΙΧΡΟΝΟ
η ε α
ω ο ι
ει   υ
υι   οι
ηυ   αι
ευ    
αυ    
ου    
   
   
 

Όπως βλέπετε, συμπεριέλαβα και τις διφθόγγους. Οι δίφθογγοι είναι γενικά μακρές, με μία μικρή εξαίρεση: την περίπτωση του οι και του αι. Το οι και το αι είναι και αυτά συνήθως μακρά, εκτός όταν βρίσκονται στο τέλος της λέξης. Για παράδειγμα:
οἶνοι
Το πρώτο οι είναι μακρό, επειδή δε βρίσκεται στο τέλος της λέξης, αλλά το δεύτερο είναι βραχύ, επειδή βρίσκεται στο τέλος της λέξης.
Άλλο παράδειγμα:
ταμίαις
Το αι εδώ είναι μακρό, επειδή, μόλο που βρίσκεται στη λήγουσα της λέξης, δεν είναι ακριβώς στο τέλος, καθώς διαπιστώνουμε ότι μετά από το αι υπάρχει ένα ς.

Τώρα, τι φανερώνει η κάθε κατηγορία; Η απάντηση είναι ότι όλα είχαν να κάνουν με την προφορά των φθόγγων στα αρχαία χρόνια.

Τα βραχέα φωνήεντα προφέρονταν όπως προφέρουμε σήμερα εμείς κάθε φθόγγο. Για παράδειγμα, η λέξη «ἔπεσε» προφερόταν όπως την προφέρουμε κι εμείς σήμερα: «έπεσε»
Εντούτοις, τα μακρά έχουν μια ιδιαιτερότητα. Προφέρονταν τον διπλάσιο χρόνο από τα βραχέα! Το ω ισοβαθμούσε με οο, ενώ το η με εε. Συνεπώς, η αρχαία λέξη «κήπων» προφερόταν «κεέποον».

Και τα δίχρονα τι είναι; Είναι φθόγγοι που είναι άλλοτε βραχείς, άλλοτε μακροί. Αλλά πότε ξέρουμε πότε ένα δίχρονο είναι μακρό ή βραχύ; Θα πρέπει να σας στενοχωρήσω εδώ: δεν υπάρχει κάποιος γενικός κανόνας, και πρέπει να ακολουθούμε ξεχωριστούς κανόνες. Λόγου χάρη, στη λέξη «ποιότητα» ξέρουμε ότι το α είναι βραχύ, επειδή όλα τα δίχρονα της γ’ κλίσης είναι βραχέα.

Η ποιότητα αλλάζει τον τονισμό

Τέλος πάντων, η ποιότητα μιας συλλαβής (δηλαδή αν η συλλαβή είναι μακρά ή βραχεία) επηρεάζει και τον τονισμό της. Πρώτον, μία λέξη μπορεί να τονιστεί είτε στην προπαραλήγουσα, είτε στην παραλήγουσα, είτε στη λήγουσα όταν η λήγουσα είναι βραχεία. Για παράδειγμα, στη λέξη «ἔπεσε», η λήγουσα είναι βραχεία, οπότε μπορούν να τονιστούν και οι τρεις τελευταίες συλλαβές (όχι ταυτόχρονα).
Παρά ταύτα, όταν η λήγουσα είναι μακρά, όπως στη λέξη «περισπωμένη», ο τόνος μπορεί να πέσει μόνο στην παραλήγουσα ή στη λήγουσα. Πολλοί θα το θεωρήσουν αναίτιο, αλλά κάθε άλλο: σύμφωνα με τους προαναφερθέντες κανόνες, η λέξη «περισπωμένη» προφερόταν «περισποομένεε». Καθώς η λήγουσα είναι μακρά, είναι σαν να προσθέτεις άλλη μία συλλαβήΜε αυτή τη συλλαβή, η παραλήγουσα γίνεται η νέα προπαραλήγουσα, και ο τόνος μπορεί να πάει είτε εκεί είτε στη λήγουσα, που τώρα είναι χωρισμένη σε δύο συλλαβές.

Οξεία ή περισπωμένη;

Το πιο σημαντικό είναι ότι πάντα, χωρίς καμία εξαίρεση, οι βραχείς φθόγγοι παίρνουν οξεία. Παράδειγμα: πηγαί

Από την άλλη, οι μακροί φθόγγοι παίρνουν είτε οξεία είτε περισπωμένηΟ τονισμός μίας μακράς συλλαβής επηρέαζε την προφορά στα Αρχαία. Ας πούμε, η λέξη ἦχος προφερόταν έεχος, ενώ η λέξη «κώμη» προφερόταν κοόμεε. Η διαφορά είναι ότι όταν ένα μακρό φωνήεν περισπάται (παίρνει δηλαδή περισπωμένη), τονίζεται πιο πριν, σε σχέση με όταν οξύνεται (παίρνει δηλαδή οξεία).

Οπότε, ας εξετάσουμε τους υπόλοιπους κανόνες τονισμού:
Τονίζεται η λέξη στην προπαραλήγουσα;
Πάντα οξεία, ανεξάρτητα από την ποιότητα της συλλαβής.
π.χ. ἥρπαξας

Τονίζεται η λέξη στην παραλήγουσα;
Εξετάζουμε την ποιότητα της συλλαβής.
Είναι βραχεία; Οξεία.
Είναι μακρά; Εξετάζουμε την ποιότητα της επόμενης συλλαβής (της λήγουσας).
Αν η λήγουσα είναι κι αυτή μακρά, μπαίνει οξεία στην παραλήγουσα.
π.χ. κήπων
Αν η λήγουσα είναι βραχεία, μπαίνει περισπωμένη στη μακρά παραλήγουσα.
π.χ. κῆπος
Εν συντομία, να θυμάστε:
Μακρό – Βραχύ – Περισπωμένη
Μακρό – Μακρό – Οξεία

Τονίζεται η λέξη στη λήγουσα;
Εξετάζουμε την ποιότητα της συλλαβής.
Είναι βραχεία; Οξεία.
Είναι μακρά;
Ελέγχουμε αν είναι ουσιαστικό ή επίθετο σε πτώση γενική ή δοτική. Αν είναι, περισπωμένη. Αν όχι, συνεχίζουμε.
Ελέγχουμε αν είναι συνηρημένη συλλαβή. Αν είναι, περισπωμένη. Αν όχι, οξεία.

Αυτό ήταν όλο! Οπότε, από δω και στο εξής, όποτε τονίζετε μια λέξη, ελέγξτε σε ποια συλλαβή θα τονιστεί και κατόπιν ακολουθήστε τα βήματα που σας δίνονται!